Σαμοσατίτης

Σαμοσατίτης
ὁ, ΝΜ
συν. στον πληθ. οι Σαμοσατίτες
αιρετικός οπαδός τού Παύλου τού Σαμοσατέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμόσατα + κατάλ. -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”